Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δικασία
δικάσιμος
δίκασις
δικασκόποι
δικασμός
δικασπολέω
δικασπολία
δικασπόλος
δικασταγωγός
δικαστεία
δικαστέον
δικαστήρ
δικαστηριακός
δικαστηρίδιον
δικαστήριον
δικαστής
δικαστικός
δικαστοφιλακέω
δικάστρια
δικαστύς
δικατάληκτος
View word page
δικαστέον
δῐκαστ-έον,
A). one must sue at law, Ph. 1.90 .


ShortDef

one must sue at law

Debugging

Headword:
δικαστέον
Headword (normalized):
δικαστέον
Headword (normalized/stripped):
δικαστεον
IDX:
26915
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26916
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐκαστ-έον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must sue at law,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1:90" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1.90/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 1.90 </a>.</div> </div><br><br>'}