Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δικαρπέω
δίκαρπος
δικασία
δικάσιμος
δίκασις
δικασκόποι
δικασμός
δικασπολέω
δικασπολία
δικασπόλος
δικασταγωγός
δικαστεία
δικαστέον
δικαστήρ
δικαστηριακός
δικαστηρίδιον
δικαστήριον
δικαστής
δικαστικός
δικαστοφιλακέω
δικάστρια
View word page
δικασταγωγός
δῐκαστ-ᾰγωγός, ,
A). official who escorted foreign δικασταί to their homes, Milet. 3.152.94 (ii B. C.); δ. ἀπὸ Ἀσίας ἐπὶ Ἀγητορίδα IG 5(1).39 (Sparta, ii A. D.).


ShortDef

official who escorted foreign

Debugging

Headword:
δικασταγωγός
Headword (normalized):
δικασταγωγός
Headword (normalized/stripped):
δικασταγωγος
IDX:
26913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26914
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐκαστ-ᾰγωγός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">official who escorted foreign</span> <span class="quote greek">δικασταί</span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to their homes,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Milet.</span> 3.152.94 </span> (ii B. C.); <span class="quote greek">δ. ἀπὸ Ἀσίας ἐπὶ Ἀγητορίδα</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 5(1).39 </span> (Sparta, ii A. D.).</div> </div><br><br>'}