Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δικανούς
δικάρδιος
δικάρηνος
δικαρπέω
δίκαρπος
δικασία
δικάσιμος
δίκασις
δικασκόποι
δικασμός
δικασπολέω
δικασπολία
δικασπόλος
δικασταγωγός
δικαστεία
δικαστέον
δικαστήρ
δικαστηριακός
δικαστηρίδιον
δικαστήριον
δικαστής
View word page
δικασπολέω
δῐκας-πολέω,
A). judge, Diotog. ap. Stob. 4.7.61 .


ShortDef

judge

Debugging

Headword:
δικασπολέω
Headword (normalized):
δικασπολέω
Headword (normalized/stripped):
δικασπολεω
IDX:
26910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26911
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐκας-πολέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">judge,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Diotog.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stob.</span> 4.7.61 </span>.</div> </div><br><br>'}