Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δικανικός
δικανούς
δικάρδιος
δικάρηνος
δικαρπέω
δίκαρπος
δικασία
δικάσιμος
δίκασις
δικασκόποι
δικασμός
δικασπολέω
δικασπολία
δικασπόλος
δικασταγωγός
δικαστεία
δικαστέον
δικαστήρ
δικαστηριακός
δικαστηρίδιον
δικαστήριον
View word page
δικασμός
δῐκασμός, ,
A). giving judgement, Ph. 1.133 .


ShortDef

giving judgement

Debugging

Headword:
δικασμός
Headword (normalized):
δικασμός
Headword (normalized/stripped):
δικασμος
IDX:
26909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26910
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐκασμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">giving judgement,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1:133" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1.133/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 1.133 </a>.</div> </div><br><br>'}