Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δικαιωτήριον
δικαιωτής
δικαμπής
δικαμπίας
δίκανα
δικανικός
δικανούς
δικάρδιος
δικάρηνος
δικαρπέω
δίκαρπος
δικασία
δικάσιμος
δίκασις
δικασκόποι
δικασμός
δικασπολέω
δικασπολία
δικασπόλος
δικασταγωγός
δικαστεία
View word page
δίκαρπος
δῐ/-καρπος, ον,
A). bearing two crops, γῆ Str. 17.3.11 .


ShortDef

bearing two crops

Debugging

Headword:
δίκαρπος
Headword (normalized):
δίκαρπος
Headword (normalized/stripped):
δικαρπος
IDX:
26904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26905
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐ/-καρπος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bearing two crops,</span> <span class="quote greek">γῆ</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0099.tlg001.perseus-grc1:17:3:11" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0099.tlg001.perseus-grc1:17:3:11/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Str.</span> 17.3.11 </a> .</div> </div><br><br>'}