Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δικαίωσις
δικαιωτήριον
δικαιωτής
δικαμπής
δικαμπίας
δίκανα
δικανικός
δικανούς
δικάρδιος
δικάρηνος
δικαρπέω
δίκαρπος
δικασία
δικάσιμος
δίκασις
δικασκόποι
δικασμός
δικασπολέω
δικασπολία
δικασπόλος
δικασταγωγός
View word page
δικαρπέω
δῐ-καρπέω,
A). bear two crops, Thphr. CP 1.13.9 .


ShortDef

bear two crops

Debugging

Headword:
δικαρπέω
Headword (normalized):
δικαρπέω
Headword (normalized/stripped):
δικαρπεω
IDX:
26903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26904
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐ-καρπέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bear two crops,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0093.tlg002:1:13:9" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0093.tlg002:1:13:9/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Thphr.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">CP</span> 1.13.9 </a>.</div> </div><br><br>'}