Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δικαιόω
δίκαιρον
δικαίωμα
δικαίωσις
δικαιωτήριον
δικαιωτής
δικαμπής
δικαμπίας
δίκανα
δικανικός
δικανούς
δικάρδιος
δικάρηνος
δικαρπέω
δίκαρπος
δικασία
δικάσιμος
δίκασις
δικασκόποι
δικασμός
δικασπολέω
View word page
δικανούς
δῐκανούς·
τοὺς περὶ τὰς δίκας διατρίβοντας,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δικανούς
Headword (normalized):
δικανούς
Headword (normalized/stripped):
δικανους
IDX:
26900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26901
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐκανούς·</span> <span class="foreign greek">τοὺς περὶ τὰς δίκας διατρίβοντας,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}