Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δικαιονομέω
δικαιονομία
δικαιονόμος
δικαιοποιέω
δικαιόπολις
δικαιοπραγέω
δικαιοπράγημα
δικαιοπραγής
δικαιοπραγητέον
δικαιοπραγία
δικαιοπραγμοσύνη
δίκαιος
δικαιοσύνη
δικαιόσυνος
δικαιότης
δικαιοφανής
δικαιόω
δίκαιρον
δικαίωμα
δικαίωσις
δικαιωτήριον
View word page
δικαιοπραγμοσύνη
δῐκαιοπρᾱγ-μοσύνη, , = foreg., Heraclit. Ep. 2 (v. l.).


ShortDef

acting justly, justice

Debugging

Headword:
δικαιοπραγμοσύνη
Headword (normalized):
δικαιοπραγμοσύνη
Headword (normalized/stripped):
δικαιοπραγμοσυνη
IDX:
26884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26885
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐκαιοπρᾱγ-μοσύνη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = foreg., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1411.tlg001:2" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1411.tlg001:2/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Heraclit.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ep.</span> 2 </a> (v. l.).</div><br><br>'}