Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δικαιολόγος
δικαιόμετρον
δικαιονομέω
δικαιονομία
δικαιονόμος
δικαιοποιέω
δικαιόπολις
δικαιοπραγέω
δικαιοπράγημα
δικαιοπραγής
δικαιοπραγητέον
δικαιοπραγία
δικαιοπραγμοσύνη
δίκαιος
δικαιοσύνη
δικαιόσυνος
δικαιότης
δικαιοφανής
δικαιόω
δίκαιρον
δικαίωμα
View word page
δικαιοπραγητέον
δῐκαιοπρᾱγ-ητέον,
A). one must deal justly, Iamb. Protr. 21 .ιθ/.


ShortDef

one must deal justly

Debugging

Headword:
δικαιοπραγητέον
Headword (normalized):
δικαιοπραγητέον
Headword (normalized/stripped):
δικαιοπραγητεον
IDX:
26882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26883
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐκαιοπρᾱγ-ητέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must deal justly,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2023.tlg002:21" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2023.tlg002:21/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Iamb.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Protr.</span> 21 </a>.<span class="foreign greek">ιθ/.</span> </div> </div><br><br>'}