Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δικαιολογέομαι
δικαιολόγητον
δικαιολογία
δικαιολογίζομαι
δικαιολογικός
δικαιολόγος
δικαιόμετρον
δικαιονομέω
δικαιονομία
δικαιονόμος
δικαιοποιέω
δικαιόπολις
δικαιοπραγέω
δικαιοπράγημα
δικαιοπραγής
δικαιοπραγητέον
δικαιοπραγία
δικαιοπραγμοσύνη
δίκαιος
δικαιοσύνη
δικαιόσυνος
View word page
δικαιοποιέω
δῐκαιο-ποιέω,
A). act honestly, Simp. in Epict. p.129D.


ShortDef

act honestly

Debugging

Headword:
δικαιοποιέω
Headword (normalized):
δικαιοποιέω
Headword (normalized/stripped):
δικαιοποιεω
IDX:
26877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26878
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐκαιο-ποιέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">act honestly,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4013.tlg006:p.129D" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4013.tlg006:p.129D/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Simp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in Epict.</span> p.129D. </a> </div> </div><br><br>'}