Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δικαιοκρίτης
δικαιολογέομαι
δικαιολόγητον
δικαιολογία
δικαιολογίζομαι
δικαιολογικός
δικαιολόγος
δικαιόμετρον
δικαιονομέω
δικαιονομία
δικαιονόμος
δικαιοποιέω
δικαιόπολις
δικαιοπραγέω
δικαιοπράγημα
δικαιοπραγής
δικαιοπραγητέον
δικαιοπραγία
δικαιοπραγμοσύνη
δίκαιος
δικαιοσύνη
View word page
δικαιονόμος
δῐκαιο-νόμος, ον, =
A). juridicus, D.C. 78.22 .


ShortDef

juridicus

Debugging

Headword:
δικαιονόμος
Headword (normalized):
δικαιονόμος
Headword (normalized/stripped):
δικαιονομος
IDX:
26876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26877
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐκαιο-νόμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">juridicus,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0385.tlg001:78:22" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0385.tlg001:78.22/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.C.</span> 78.22 </a>.</div> </div><br><br>'}