Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δικαιοθέτης
δικαιοκρισία
δικαιοκρίτης
δικαιολογέομαι
δικαιολόγητον
δικαιολογία
δικαιολογίζομαι
δικαιολογικός
δικαιολόγος
δικαιόμετρον
δικαιονομέω
δικαιονομία
δικαιονόμος
δικαιοποιέω
δικαιόπολις
δικαιοπραγέω
δικαιοπράγημα
δικαιοπραγής
δικαιοπραγητέον
δικαιοπραγία
δικαιοπραγμοσύνη
View word page
δικαιονομέω
δῐκαιο-νομέω,
A). = δικαιοδοτέω , Ph. 1.126 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δικαιονομέω
Headword (normalized):
δικαιονομέω
Headword (normalized/stripped):
δικαιονομεω
IDX:
26874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26875
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐκαιο-νομέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δικαιοδοτέω</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1:126" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1.126/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 1.126 </a>.</div> </div><br><br>'}