Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δικαιοδότης
δικαιοθέτης
δικαιοκρισία
δικαιοκρίτης
δικαιολογέομαι
δικαιολόγητον
δικαιολογία
δικαιολογίζομαι
δικαιολογικός
δικαιολόγος
δικαιόμετρον
δικαιονομέω
δικαιονομία
δικαιονόμος
δικαιοποιέω
δικαιόπολις
δικαιοπραγέω
δικαιοπράγημα
δικαιοπραγής
δικαιοπραγητέον
δικαιοπραγία
View word page
δικαιόμετρον
δῐκαιό-μετρον (sc. ἀγγεῖον), τό,
A). vessel which pours out an equal volume of liquid each time, Hero Spir. 2.1 .


ShortDef

vessel which pours out an equal volume of liquid each time

Debugging

Headword:
δικαιόμετρον
Headword (normalized):
δικαιόμετρον
Headword (normalized/stripped):
δικαιομετρον
IDX:
26873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26874
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐκαιό-μετρον</span> (sc. <span class="foreign greek">ἀγγεῖον</span>), <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">vessel which pours out an equal volume of liquid each time,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0559.tlg001:2:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0559.tlg001:2.1/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hero</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Spir.</span> 2.1 </a>.</div> </div><br><br>'}