Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δικαιοδοσία
δικαιοδοτέω
δικαιοδότης
δικαιοθέτης
δικαιοκρισία
δικαιοκρίτης
δικαιολογέομαι
δικαιολόγητον
δικαιολογία
δικαιολογίζομαι
δικαιολογικός
δικαιολόγος
δικαιόμετρον
δικαιονομέω
δικαιονομία
δικαιονόμος
δικαιοποιέω
δικαιόπολις
δικαιοπραγέω
δικαιοπράγημα
δικαιοπραγής
View word page
δικαιολογικός
δῐκαιο-λογικός, , όν,
A). of or for pleading, judicial, Sch. S. OC 237 . Adv. -κῶς, Comp. -κώτερον ibid.


ShortDef

of or for pleading, judicial

Debugging

Headword:
δικαιολογικός
Headword (normalized):
δικαιολογικός
Headword (normalized/stripped):
δικαιολογικος
IDX:
26871
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26872
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐκαιο-λογικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">for pleading, judicial,</span> Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0011.tlg007.perseus-grc1:237" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0011.tlg007.perseus-grc1:237/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">S.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">OC</span> 237 </a>. Adv. <span class="foreign greek">-κῶς,</span> Comp. <span class="foreign greek">-κώτερον</span> ibid.</div> </div><br><br>'}