Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δικαϊκός
δικαιοδοσία
δικαιοδοτέω
δικαιοδότης
δικαιοθέτης
δικαιοκρισία
δικαιοκρίτης
δικαιολογέομαι
δικαιολόγητον
δικαιολογία
δικαιολογίζομαι
δικαιολογικός
δικαιολόγος
δικαιόμετρον
δικαιονομέω
δικαιονομία
δικαιονόμος
δικαιοποιέω
δικαιόπολις
δικαιοπραγέω
δικαιοπράγημα
View word page
δικαιολογίζομαι
δῐκαιο-λογίζομαι,
A). = -λογέομαι , Sch. Ar. Ach. 361 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δικαιολογίζομαι
Headword (normalized):
δικαιολογίζομαι
Headword (normalized/stripped):
δικαιολογιζομαι
IDX:
26870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26871
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐκαιο-λογίζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">-λογέομαι</span> , Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg001.perseus-grc1:361" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg001.perseus-grc1:361/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ach.</span> 361 </a>.</div> </div><br><br>'}