Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δικαιάδικος
δικαιαρχία
δικαϊκός
δικαιοδοσία
δικαιοδοτέω
δικαιοδότης
δικαιοθέτης
δικαιοκρισία
δικαιοκρίτης
δικαιολογέομαι
δικαιολόγητον
δικαιολογία
δικαιολογίζομαι
δικαιολογικός
δικαιολόγος
δικαιόμετρον
δικαιονομέω
δικαιονομία
δικαιονόμος
δικαιοποιέω
δικαιόπολις
View word page
δικαιολόγητον
δῐκαιο-λόγητον,
A). allegandum, Gloss.


ShortDef

allegandum

Debugging

Headword:
δικαιολόγητον
Headword (normalized):
δικαιολόγητον
Headword (normalized/stripped):
δικαιολογητον
IDX:
26868
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26869
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐκαιο-λόγητον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">allegandum,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}