Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δικάζω
δικαία
δικαιάδικος
δικαιαρχία
δικαϊκός
δικαιοδοσία
δικαιοδοτέω
δικαιοδότης
δικαιοθέτης
δικαιοκρισία
δικαιοκρίτης
δικαιολογέομαι
δικαιολόγητον
δικαιολογία
δικαιολογίζομαι
δικαιολογικός
δικαιολόγος
δικαιόμετρον
δικαιονομέω
δικαιονομία
δικαιονόμος
View word page
δικαιοκρίτης
δῐκαιο-κρίτης [ῐ],
A). righteous judge, LXX 2 Ma. 12.41 , PRyl. 113.35 (ii A. D.).


ShortDef

righteous judge

Debugging

Headword:
δικαιοκρίτης
Headword (normalized):
δικαιοκρίτης
Headword (normalized/stripped):
δικαιοκριτης
IDX:
26866
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26867
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐκαιο-κρίτης</span> [<span class="foreign greek">ῐ], </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">righteous judge,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg024:12:41" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg024:12.41/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">LXX</span> <span class="title" style="font-style: italic;">2 Ma.</span> 12.41 </a>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PRyl.</span> 113.35 </span> (ii A. D.).</div> </div><br><br>'}