Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Διισωτήρια
διϊτέον
διϊτικός
διΐφιλος
διϊχνεύω
δικαδία
δικάζω
δικαία
δικαιάδικος
δικαιαρχία
δικαϊκός
δικαιοδοσία
δικαιοδοτέω
δικαιοδότης
δικαιοθέτης
δικαιοκρισία
δικαιοκρίτης
δικαιολογέομαι
δικαιολόγητον
δικαιολογία
δικαιολογίζομαι
View word page
δικαϊκός
δῐκαϊκός, , όν,
A). inclined to justice, διάθεσις M.Ant. 5.34 .


ShortDef

inclined to justice

Debugging

Headword:
δικαϊκός
Headword (normalized):
δικαϊκός
Headword (normalized/stripped):
δικαικος
IDX:
26860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26861
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐκαϊκός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">inclined to justice,</span> <span class="quote greek">διάθεσις</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0562.tlg001:5:34" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0562.tlg001:5.34/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">M.Ant.</span> 5.34 </a> .</div> </div><br><br>'}