Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διϊσχυριστέον
διϊσχύω
Διισωτήρια
διϊτέον
διϊτικός
διΐφιλος
διϊχνεύω
δικαδία
δικάζω
δικαία
δικαιάδικος
δικαιαρχία
δικαϊκός
δικαιοδοσία
δικαιοδοτέω
δικαιοδότης
δικαιοθέτης
δικαιοκρισία
δικαιοκρίτης
δικαιολογέομαι
δικαιολόγητον
View word page
δικαιάδικος
δῐκαιάδῐκος [ᾰ],
A). one neither just nor unjust, Ph. 2.346 .


ShortDef

one neither just nor unjust

Debugging

Headword:
δικαιάδικος
Headword (normalized):
δικαιάδικος
Headword (normalized/stripped):
δικαιαδικος
IDX:
26858
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26859
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐκαιάδῐκος</span> [<span class="foreign greek">ᾰ], </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one neither just nor unjust,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2:346" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2.346/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 2.346 </a>.</div> </div><br><br>'}