Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διϊσχναίνω
διϊσχυριείω
διϊσχυρίζομαι
διϊσχυριστέον
διϊσχύω
Διισωτήρια
διϊτέον
διϊτικός
διΐφιλος
διϊχνεύω
δικαδία
δικάζω
δικαία
δικαιάδικος
δικαιαρχία
δικαϊκός
δικαιοδοσία
δικαιοδοτέω
δικαιοδότης
δικαιοθέτης
δικαιοκρισία
View word page
δικαδία
δῐκᾰδία, ,
A). vessel containing two κάδοι, IG 2.856 .


ShortDef

vessel containing two

Debugging

Headword:
δικαδία
Headword (normalized):
δικαδία
Headword (normalized/stripped):
δικαδια
IDX:
26855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26856
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐκᾰδία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">vessel containing two</span> <span class="foreign greek">κάδοι,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 2.856 </span>.</div> </div><br><br>'}