Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διϊσθμίζω
διϊστάνω
διϊστέον
διΐστημι
διϊστορέω
διϊσχάνω
διϊσχναίνω
διϊσχυριείω
διϊσχυρίζομαι
διϊσχυριστέον
διϊσχύω
Διισωτήρια
διϊτέον
διϊτικός
διΐφιλος
διϊχνεύω
δικαδία
δικάζω
δικαία
δικαιάδικος
δικαιαρχία
View word page
διϊσχύω
διϊσχύω, strengthd. for ἰσχύω, Ph. 2.627 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διϊσχύω
Headword (normalized):
διϊσχύω
Headword (normalized/stripped):
διισχυω
IDX:
26849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26850
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διϊσχύω</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">ἰσχύω,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2:627" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2.627/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 2.627 </a>.</div><br><br>'}