Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
Διιπετής
Διιπόλεια
διϊππασία
διΐππευσις
διϊππεύω
διίπταμαι
διϊσθμίζω
διϊστάνω
διϊστέον
διΐστημι
διϊστορέω
διϊσχάνω
διϊσχναίνω
διϊσχυριείω
διϊσχυρίζομαι
διϊσχυριστέον
διϊσχύω
Διισωτήρια
διϊτέον
διϊτικός
διΐφιλος
View word page
διϊστορέω
διϊστορέω
,
A).
relate,
Phld.
Rh.
2.150S.
ShortDef
relate
Debugging
Headword:
διϊστορέω
Headword (normalized):
διϊστορέω
Headword (normalized/stripped):
διιστορεω
IDX:
26843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26844
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διϊστορέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">relate,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Rh.</span> 2.150S. </span> </div> </div><br><br>'}