Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διιθυντήρ
διιθύνω
διϊκαδία
διϊκμάζω
διϊκμάω
διϊκνέομαι
Διίκτυννα
δίϊξις
Δίϊος
Διιπετής
Διιπόλεια
διϊππασία
διΐππευσις
διϊππεύω
διίπταμαι
διϊσθμίζω
διϊστάνω
διϊστέον
διΐστημι
διϊστορέω
διϊσχάνω
View word page
Διιπόλεια
Διιπόλεια
,
Διιπόλια
,
Διιπολιώδης
, v. sub
Διπολ-.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
Διιπόλεια
Headword (normalized):
διιπόλεια
Headword (normalized/stripped):
διιπολεια
IDX:
26834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26835
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Διιπόλεια</span>, <span class="orth greek">Διιπόλια</span>, <span class="orth greek">Διιπολιώδης</span>, v. sub <span class="foreign greek">Διπολ-.</span> </div><br><br>'}