Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διθυραμβοδιδάσκαλος
διθυραμβοποιητική
διθυραμβοποιός
διθύραμβος
διθυραμβοχώνα
διθυραμβώδης
δίθυρος
δίθυρσον
διίαμβος
διιδεῖν
δίϊδρος
διϊδρόω
διΐημι
διιθυντήρ
διιθύνω
διϊκαδία
διϊκμάζω
διϊκμάω
διϊκνέομαι
Διίκτυννα
δίϊξις
View word page
δίϊδρος
δίϊδρ-ος, ον,(ἱδρώς)
A). perspiring, Gal. 19.93 .


ShortDef

perspiring

Debugging

Headword:
δίϊδρος
Headword (normalized):
δίϊδρος
Headword (normalized/stripped):
διιδρος
IDX:
26821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26822
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δίϊδρ-ος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,(<span class="etym greek">ἱδρώς</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">perspiring,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.93 </span>.</div> </div><br><br>'}