Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διθυραμβογράφος
διθυραμβοδιδάσκαλος
διθυραμβοποιητική
διθυραμβοποιός
διθύραμβος
διθυραμβοχώνα
διθυραμβώδης
δίθυρος
δίθυρσον
διίαμβος
διιδεῖν
δίϊδρος
διϊδρόω
διΐημι
διιθυντήρ
διιθύνω
διϊκαδία
διϊκμάζω
διϊκμάω
διϊκνέομαι
Διίκτυννα
View word page
διιδεῖν
διῐδεῖν,
A). v. διεῖδον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διιδεῖν
Headword (normalized):
διιδεῖν
Headword (normalized/stripped):
διιδειν
IDX:
26820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26821
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διῐδεῖν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">διεῖδον.</span> </div> </div><br><br>'}