Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διθυράμβιος
Διθυραμβογενής
διθυραμβογράφος
διθυραμβοδιδάσκαλος
διθυραμβοποιητική
διθυραμβοποιός
διθύραμβος
διθυραμβοχώνα
διθυραμβώδης
δίθυρος
δίθυρσον
διίαμβος
διιδεῖν
δίϊδρος
διϊδρόω
διΐημι
διιθυντήρ
διιθύνω
διϊκαδία
διϊκμάζω
διϊκμάω
View word page
δίθυρσον
δί-θυρσον, τό,
A). a double thyrsus, AP 6.172 ( Agath.(?)).


ShortDef

a double thyrsus

Debugging

Headword:
δίθυρσον
Headword (normalized):
δίθυρσον
Headword (normalized/stripped):
διθυρσον
IDX:
26818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26819
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δί-θυρσον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">a double thyrsus,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AP</span> 6.172 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Agath.</span></span>(?)).</div> </div><br><br>'}