Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δίθυμος
διθυραμβέω
διθυραμβικός
διθυράμβιος
Διθυραμβογενής
διθυραμβογράφος
διθυραμβοδιδάσκαλος
διθυραμβοποιητική
διθυραμβοποιός
διθύραμβος
διθυραμβοχώνα
διθυραμβώδης
δίθυρος
δίθυρσον
διίαμβος
διιδεῖν
δίϊδρος
διϊδρόω
διΐημι
διιθυντήρ
διιθύνω
View word page
διθυραμβοχώνα
δῑθῠραμβοχώνα, ,
A). funnel of dithyrambs, Μοῦσα prob. in AP 13.21 ( Theodorid.)(-χανα cod.).


ShortDef

funnel of dithyrambs

Debugging

Headword:
διθυραμβοχώνα
Headword (normalized):
διθυραμβοχώνα
Headword (normalized/stripped):
διθυραμβοχωνα
IDX:
26815
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26816
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῑθῠραμβοχώνα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">funnel of dithyrambs,</span> <span class="foreign greek">Μοῦσα</span> prob. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 13.21 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Theodorid.</span></span>)(<span class="foreign greek">-χανα</span> cod.).</div> </div><br><br>'}