Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διθάλασσος
δίθαλλος
δίθηκτος
δίθρονος
δίθροος
διθυμία
δίθυμος
διθυραμβέω
διθυραμβικός
διθυράμβιος
Διθυραμβογενής
διθυραμβογράφος
διθυραμβοδιδάσκαλος
διθυραμβοποιητική
διθυραμβοποιός
διθύραμβος
διθυραμβοχώνα
διθυραμβώδης
δίθυρος
δίθυρσον
διίαμβος
View word page
Διθυραμβογενής
Δῐθῠραμβο-γενής,
A). v. διθύραμβος 11 .


ShortDef

dithyramb born

Debugging

Headword:
Διθυραμβογενής
Headword (normalized):
διθυραμβογενής
Headword (normalized/stripped):
διθυραμβογενης
IDX:
26809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26810
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Δῐθῠραμβο-γενής</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">διθύραμβος</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0613.tlg001:11" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0613.tlg001:11/canonical-url/"> 11 </a>.</div> </div><br><br>'}