Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διηχητικός
διθάλασσος
δίθαλλος
δίθηκτος
δίθρονος
δίθροος
διθυμία
δίθυμος
διθυραμβέω
διθυραμβικός
διθυράμβιος
Διθυραμβογενής
διθυραμβογράφος
διθυραμβοδιδάσκαλος
διθυραμβοποιητική
διθυραμβοποιός
διθύραμβος
διθυραμβοχώνα
διθυραμβώδης
δίθυρος
δίθυρσον
View word page
διθυράμβιος
δῑθῠράμβ-ιος, (sc. μήν), name of a month at Gonni,
A). Ἀρχ.Ἐφ. 1911.130 , al.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διθυράμβιος
Headword (normalized):
διθυράμβιος
Headword (normalized/stripped):
διθυραμβιος
IDX:
26808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26809
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῑθῠράμβ-ιος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span> (sc. <span class="foreign greek">μήν</span>), name of a month at Gonni, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">Ἀρχ.Ἐφ.</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0613.tlg001:1911:130" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0613.tlg001:1911.130/canonical-url/"> 1911.130 </a> , al.</div> </div><br><br>'}