Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διηχής
διηχήτας
διηχητικός
διθάλασσος
δίθαλλος
δίθηκτος
δίθρονος
δίθροος
διθυμία
δίθυμος
διθυραμβέω
διθυραμβικός
διθυράμβιος
Διθυραμβογενής
διθυραμβογράφος
διθυραμβοδιδάσκαλος
διθυραμβοποιητική
διθυραμβοποιός
διθύραμβος
διθυραμβοχώνα
διθυραμβώδης
View word page
διθυραμβέω
δῑθῠραμβ-έω,
A). sing a dithyramb, Philoch. 21 .


ShortDef

sing a dithyramb

Debugging

Headword:
διθυραμβέω
Headword (normalized):
διθυραμβέω
Headword (normalized/stripped):
διθυραμβεω
IDX:
26806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26807
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῑθῠραμβ-έω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sing a dithyramb,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0583.tlg001:21" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0583.tlg001:21/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Philoch.</span> 21 </a>.</div> </div><br><br>'}