Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διητανές
διηυκρινημένως
διηχέω
διηχής
διηχήτας
διηχητικός
διθάλασσος
δίθαλλος
δίθηκτος
δίθρονος
δίθροος
διθυμία
δίθυμος
διθυραμβέω
διθυραμβικός
διθυράμβιος
Διθυραμβογενής
διθυραμβογράφος
διθυραμβοδιδάσκαλος
διθυραμβοποιητική
διθυραμβοποιός
View word page
δίθροος
δῐ/-θροος, ον, of sound,
A). redoubled, Nonn. D. 47.26 .


ShortDef

redoubled

Debugging

Headword:
δίθροος
Headword (normalized):
δίθροος
Headword (normalized/stripped):
διθροος
IDX:
26803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26804
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐ/-θροος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, of sound, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">redoubled,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2045.tlg001.perseus-grc1:47:26" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2045.tlg001.perseus-grc1:47.26/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Nonn.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">D.</span> 47.26 </a>.</div> </div><br><br>'}