Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διηρθρωμένως
διήρης
διητανές
διηυκρινημένως
διηχέω
διηχής
διηχήτας
διηχητικός
διθάλασσος
δίθαλλος
δίθηκτος
δίθρονος
δίθροος
διθυμία
δίθυμος
διθυραμβέω
διθυραμβικός
διθυράμβιος
Διθυραμβογενής
διθυραμβογράφος
διθυραμβοδιδάσκαλος
View word page
δίθηκτος
δῐ/-θηκτος, ον,
A). two-edged, ξίφος A. Pr. 863 .


ShortDef

two-edged

Debugging

Headword:
δίθηκτος
Headword (normalized):
δίθηκτος
Headword (normalized/stripped):
διθηκτος
IDX:
26801
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26802
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐ/-θηκτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">two-edged,</span> <span class="quote greek">ξίφος</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0085.tlg003.perseus-grc1:863" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0085.tlg003.perseus-grc1:863/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Pr.</span> 863 </a> .</div> </div><br><br>'}