Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διηπειρόω
διήρεσα
διηρεφής
διῃρημένως
διηρθρωμένως
διήρης
διητανές
διηυκρινημένως
διηχέω
διηχής
διηχήτας
διηχητικός
διθάλασσος
δίθαλλος
δίθηκτος
δίθρονος
δίθροος
διθυμία
δίθυμος
διθυραμβέω
διθυραμβικός
View word page
διηχήτας
διηχ-ήτας·
ἄρτου εἶδος,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διηχήτας
Headword (normalized):
διηχήτας
Headword (normalized/stripped):
διηχητας
IDX:
26797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26798
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διηχ-ήτας·</span> <span class="foreign greek">ἄρτου εἶδος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}