Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διημερόω
διηνεκής
διήνεμος
διηπειρόω
διήρεσα
διηρεφής
διῃρημένως
διηρθρωμένως
διήρης
διητανές
διηυκρινημένως
διηχέω
διηχής
διηχήτας
διηχητικός
διθάλασσος
δίθαλλος
δίθηκτος
δίθρονος
δίθροος
διθυμία
View word page
διηυκρινημένως
διηυκρῐνημένως, Adv.,(διευκρινέω)
A). carefully, exactly, v.l. in D.S. 1.93 .


ShortDef

carefully, exactly

Debugging

Headword:
διηυκρινημένως
Headword (normalized):
διηυκρινημένως
Headword (normalized/stripped):
διηυκρινημενως
IDX:
26794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26795
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διηυκρῐνημένως</span>, Adv.,(<span class="etym greek">διευκρινέω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">carefully, exactly,</span> v.l. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:1:93" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:1.93/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.S.</span> 1.93 </a>.</div> </div><br><br>'}