Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διήμερον
διημερόω
διηνεκής
διήνεμος
διηπειρόω
διήρεσα
διηρεφής
διῃρημένως
διηρθρωμένως
διήρης
διητανές
διηυκρινημένως
διηχέω
διηχής
διηχήτας
διηχητικός
διθάλασσος
δίθαλλος
δίθηκτος
δίθρονος
δίθροος
View word page
διητανές
διητανές·
λιτόν, διατεταμένον,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διητανές
Headword (normalized):
διητανές
Headword (normalized/stripped):
διητανες
IDX:
26793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26794
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διητανές·</span> <span class="foreign greek">λιτόν, διατεταμένον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}