Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διηλλαγμένως
διηλόω
διήλυσις
διημαρτημένως
διημερεύω
διήμερον
διημερόω
διηνεκής
διήνεμος
διηπειρόω
διήρεσα
διηρεφής
διῃρημένως
διηρθρωμένως
διήρης
διητανές
διηυκρινημένως
διηχέω
διηχής
διηχήτας
διηχητικός
View word page
διήρεσα
διήρεσα,
A). v. διερέσσω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διήρεσα
Headword (normalized):
διήρεσα
Headword (normalized/stripped):
διηρεσα
IDX:
26788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26789
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διήρεσα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">διερέσσω.</span> </div> </div><br><br>'}