Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διήθημα
διήθησις
διηθητέον
διηθμεύω
διηκονέω
διηκριβωμένως
διήκω
διήλασε
διηλασίην
διηλιόω
διηλίτης
διηλιφής
διηλλαγμένως
διηλόω
διήλυσις
διημαρτημένως
διημερεύω
διήμερον
διημερόω
διηνεκής
διήνεμος
View word page
διηλίτης
διηλίτης· κακοῦργος, ἀπατεών, Hsch.; cf. διελίτην.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διηλίτης
Headword (normalized):
διηλίτης
Headword (normalized/stripped):
διηλιτης
IDX:
26776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26777
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διηλίτης·</span> <span class="foreign greek">κακοῦργος, ἀπατεών,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">διελίτην.</span> </div><br><br>'}