Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διηγητικός
διηέριος
διηθέω
διήθημα
διήθησις
διηθητέον
διηθμεύω
διηκονέω
διηκριβωμένως
διήκω
διήλασε
διηλασίην
διηλιόω
διηλίτης
διηλιφής
διηλλαγμένως
διηλόω
διήλυσις
διημαρτημένως
διημερεύω
διήμερον
View word page
διήλασε
διήλᾰσε,
A). v. διελαύνω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διήλασε
Headword (normalized):
διήλασε
Headword (normalized/stripped):
διηλασε
IDX:
26773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26774
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διήλᾰσε</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">διελαύνω.</span> </div> </div><br><br>'}