Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διήγησις
διηγητέον
διηγητής
διηγητικός
διηέριος
διηθέω
διήθημα
διήθησις
διηθητέον
διηθμεύω
διηκονέω
διηκριβωμένως
διήκω
διήλασε
διηλασίην
διηλιόω
διηλίτης
διηλιφής
διηλλαγμένως
διηλόω
διήλυσις
View word page
διηκονέω
διηκονέω, διήκονος, διηκόσιοι, Ion. for διακ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διηκονέω
Headword (normalized):
διηκονέω
Headword (normalized/stripped):
διηκονεω
IDX:
26770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26771
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διηκονέω</span>, <span class="orth greek">διήκονος</span>, <span class="orth greek">διηκόσιοι</span>, Ion. for <span class="foreign greek">διακ-.</span> </div><br><br>'}