Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διηγημάτιον
διήγησις
διηγητέον
διηγητής
διηγητικός
διηέριος
διηθέω
διήθημα
διήθησις
διηθητέον
διηθμεύω
διηκονέω
διηκριβωμένως
διήκω
διήλασε
διηλασίην
διηλιόω
διηλίτης
διηλιφής
διηλλαγμένως
διηλόω
View word page
διηθμεύω
διηθ-μεύω
,
A).
=
διηθέω
, Hsch. s.v.
διυλίζοντες.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διηθμεύω
Headword (normalized):
διηθμεύω
Headword (normalized/stripped):
διηθμευω
IDX:
26769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26770
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διηθ-μεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">διηθέω</span> , Hsch. s.v. <span class="ref greek">διυλίζοντες.</span> </div> </div><br><br>'}