Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διηγηματικός
διηγημάτιον
διήγησις
διηγητέον
διηγητής
διηγητικός
διηέριος
διηθέω
διήθημα
διήθησις
διηθητέον
διηθμεύω
διηκονέω
διηκριβωμένως
διήκω
διήλασε
διηλασίην
διηλιόω
διηλίτης
διηλιφής
διηλλαγμένως
View word page
διηθητέον
διηθ-ητέον,
A). one must strain, Dsc. 2.76.6 .


ShortDef

one must strain

Debugging

Headword:
διηθητέον
Headword (normalized):
διηθητέον
Headword (normalized/stripped):
διηθητεον
IDX:
26768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26769
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διηθ-ητέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must strain,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 2.76.6 </span>.</div> </div><br><br>'}