διηγηματικός
διηγ-ηματικός, ή, όν,
A). descriptive, narrative, δ. ποίησις, μίμησις, Po. 1459a17 , b36 ; παρεκβάσεις ; 38.6.1 δια<*>/λογοι ; 2.711c ποιητής Sch. Oxy. 1086.59 . Adv. -κῶς Rh. p.371H. , . 9.103
II). fond of narrating, τινός , cf. 2.631a 513d .