Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διεφθάρατο
δίεφθος
διεφικνέομαι
διέχεια
διεχής
διεχθραίνω
διεχθρεύω
διέχω
διεψευσμένως
διέψω
δίζα
δίζημαι
δίζησις
διζυγής
διζυγία
δίζυγος
δίζυξ
δίζυφον
δίζω
δίζῳδος
δίζωος
View word page
δίζα
δίζα·
αἴξ
( Lacon.),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δίζα
Headword (normalized):
δίζα
Headword (normalized/stripped):
διζα
IDX:
26743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26744
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δίζα·</span> <span class="foreign greek">αἴξ</span> ( Lacon.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}