Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διευρύνω
διευστοχέω
διευσχημονέω
διευτακτέω
διευτελίζω
διευτονέω
διευτρεπίζω
διευτυχέω
διεφθάρατο
δίεφθος
διεφικνέομαι
διέχεια
διεχής
διεχθραίνω
διεχθρεύω
διέχω
διεψευσμένως
διέψω
δίζα
δίζημαι
δίζησις
View word page
διεφικνέομαι
διεφικνέομαι, pf. διέφιγμαι dub. sens. in Eun. Hist. p.361 D. (leg. διέσφιγκται).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διεφικνέομαι
Headword (normalized):
διεφικνέομαι
Headword (normalized/stripped):
διεφικνεομαι
IDX:
26735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26736
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διεφικνέομαι</span>, pf. <span class="foreign greek">διέφιγμαι</span> dub. sens. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2050.tlg002:p.361" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2050.tlg002:p.361/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eun.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Hist.</span> p.361 </a> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.</span> </span> (leg. <span class="foreign greek">διέσφιγκται</span>).</div><br><br>'}