Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διευριπιδίζω
διευριπίζω
διευρύνω
διευστοχέω
διευσχημονέω
διευτακτέω
διευτελίζω
διευτονέω
διευτρεπίζω
διευτυχέω
διεφθάρατο
δίεφθος
διεφικνέομαι
διέχεια
διεχής
διεχθραίνω
διεχθρεύω
διέχω
διεψευσμένως
διέψω
δίζα
View word page
διεφθάρατο
διεφθάρᾰτο,
A). v. διαφθείρω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διεφθάρατο
Headword (normalized):
διεφθάρατο
Headword (normalized/stripped):
διεφθαρατο
IDX:
26733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26734
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διεφθάρᾰτο</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">διαφθείρω.</span> </div> </div><br><br>'}