Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διευνάω
διευπραγέω
διευριπιδίζω
διευριπίζω
διευρύνω
διευστοχέω
διευσχημονέω
διευτακτέω
διευτελίζω
διευτονέω
διευτρεπίζω
διευτυχέω
διεφθάρατο
δίεφθος
διεφικνέομαι
διέχεια
διεχής
διεχθραίνω
διεχθρεύω
διέχω
διεψευσμένως
View word page
διευτρεπίζω
διευτρεπίζω,
A). prepare, Suid. s.v. Σεμίραμις.


ShortDef

prepare

Debugging

Headword:
διευτρεπίζω
Headword (normalized):
διευτρεπίζω
Headword (normalized/stripped):
διευτρεπιζω
IDX:
26731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26732
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διευτρεπίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">prepare,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">Σεμίραμις.</span> </div> </div><br><br>'}