Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διευλυτέω
διευλύτησις
διευλυτόω
διευλύτωσις
διευημερέω
διευνάω
διευπραγέω
διευριπιδίζω
διευριπίζω
διευρύνω
διευστοχέω
διευσχημονέω
διευτακτέω
διευτελίζω
διευτονέω
διευτρεπίζω
διευτυχέω
διεφθάρατο
δίεφθος
διεφικνέομαι
διέχεια
View word page
διευστοχέω
διευστοχέω, strengthd. for εὐστοχέω, D.H. Comp. 11 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διευστοχέω
Headword (normalized):
διευστοχέω
Headword (normalized/stripped):
διευστοχεω
IDX:
26726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26727
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διευστοχέω</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">εὐστοχέω,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0081.tlg012:11" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0081.tlg012:11/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.H.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Comp.</span> 11 </a>.</div><br><br>'}