Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διευκρινέω
διευκρινημένως
διευκρινής
διευκρίνησις
διευλαβέομαι
διευλαβητέον
διευλυτέω
διευλύτησις
διευλυτόω
διευλύτωσις
διευημερέω
διευνάω
διευπραγέω
διευριπιδίζω
διευριπίζω
διευρύνω
διευστοχέω
διευσχημονέω
διευτακτέω
διευτελίζω
διευτονέω
View word page
διευημερέω
διευημερέω,
A). enjoy good success throughout, Paul.Al. N. 4 .


ShortDef

enjoy good success throughout

Debugging

Headword:
διευημερέω
Headword (normalized):
διευημερέω
Headword (normalized/stripped):
διευημερεω
IDX:
26720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26721
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διευημερέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">enjoy good success throughout,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Paul.Al.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">N.</span> 4 </span>.</div> </div><br><br>'}