Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διέτμαγεν
διευεργετέω
διευθετέω
διευθέτησις
διευθηνέω
διευθυδρομέω
διευθυντήρ
διευθύνω
διευκρινέω
διευκρινημένως
διευκρινής
διευκρίνησις
διευλαβέομαι
διευλαβητέον
διευλυτέω
διευλύτησις
διευλυτόω
διευλύτωσις
διευημερέω
διευνάω
διευπραγέω
View word page
διευκρινής
διευκρῐν-ής, ές,
A). clear, distinct, Suid.


ShortDef

clear, distinct

Debugging

Headword:
διευκρινής
Headword (normalized):
διευκρινής
Headword (normalized/stripped):
διευκρινης
IDX:
26712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26713
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διευκρῐν-ής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">clear, distinct,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}