Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διέσσυτο
διεστραμμένως
διεσφαλμένως
διεταρίστρια
διετηρίς
διετήρων
διετής
διετήσιος
διετία
διετίζω
διέτμαγεν
διευεργετέω
διευθετέω
διευθέτησις
διευθηνέω
διευθυδρομέω
διευθυντήρ
διευθύνω
διευκρινέω
διευκρινημένως
διευκρινής
View word page
διέτμαγεν
διέτμᾰγεν, διέτμᾰγον,
A). v. διατμήγω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διέτμαγεν
Headword (normalized):
διέτμαγεν
Headword (normalized/stripped):
διετμαγεν
IDX:
26702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-26703
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διέτμᾰγεν</span>, <span class="orth greek">διέτμᾰγον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">διατμήγω.</span> </div> </div><br><br>'}